- άλμπα
- η (Μ ἄλμπα)1. το λευκό στιχάριο τού ιερέα και τού επισκόπου στη Ρωμαιοκαθολική, Λουθηρανική και την Αγγλικανική Εκκλησία2. (στη γλώσσα τών ψαράδων) χαραυγή, λυκαυγές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Άλμπα Φουκεντία — (Alba Fucentia). Αρχαία πόλη κοντά στο Αβερτζάνο της Ιταλίας. Κατελήφθη το 302 π.Χ. από τους Ρωμαίους, που νίκησαν τους κατοίκους της Αίκουους. Ήταν χτισμένη σε τρεις λόφους και έγινε σημαντικό οχυρό, με πολυγωνικά τείχη. Οι βελγικές ανασκαφές… … Dictionary of Greek
Άλμπα Ιουλία — (Alba Iulia). Πόλη (73.383 κάτ.) της κεντροδυτικής Ρουμανίας (Τρανσυλβανία), πρωτεύουσα της επαρχίας Άλμπα (έκταση 6.242 τ. χλμ. και 400.563 κάτ. το 1998). Είναι κέντρο αγοράς αγροτικών προϊόντων (δημητριακά, σταφύλια) και διαθέτει μικρή… … Dictionary of Greek
Άλμπα, Φερδινάνδος Αλβαρέθ του Τολέδο δούκας της, — (duque de Alba, Fernando Alvarez de Toledo, Πιεντραχίτα, Άβιλα 1508 – Λισαβόνα 1582). Ισπανός πολιτικός και στρατηγός. Η μορφή του είναι στενά συνδεδεμένη με την πολιτική, το περιβάλλον και το πρόσωπο του Φιλίππου B’ της Ισπανίας, του οποίου… … Dictionary of Greek
Άλμπα Λόνγκα — (Alba Longa). Αρχαία πόλη του Λατίου, περίπου 25 χλμ. ΝΑ της Ρώμης, που σύμφωνα με τις πληροφορίες των αρχαίων τοπογράφων ήταν χτισμένη ανάμεσα στο όρος Αλβανό και την Αλβανίδα λίμνη. Κατά την παράδοση, η πόλη ιδρύθηκε το 1152 π.Χ. από τον… … Dictionary of Greek
Μακρίνο ντ’ Άλμπα — (Macrino d’ Alba, Πεδεμόντιο, περ. 1470 – 1528). Ιταλός ζωγράφος. Φιλοτέχνησε ένα τρίπτυχο, το 1494, που σήμερα βρίσκεται στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ. Στο έργο του αυτό διακρίνεται η επίδραση του Πιντουρίκιο και του Σινιορέλι. Από τα έργα του που… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
Λατίνοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Κατοικούσαν στην περιοχή Latium vetus, η οποία αντιστοιχεί στην περιφέρεια που ορίζεται από τον κάτω ρου του Τίβερη, από τα όρη Κορνικολάνι και Πρενεστίνι και από τους Αλβανούς Λόφους. Πιθανολογείται ότι… … Dictionary of Greek
Φενόλιο, Μπέπε — (Fenglio, Άλμπα 1922 – Τορίνο 1963). Ιταλός συγγραφέας. Πέρασε σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του στη γενέτειρά του, εκτός από το διάστημα που πήρε μέρος στην αντίσταση με τους χωρικούς των Άλπεων. Γύρισε στην πατρίδα του και αφιερώθηκε στη λογοτεχνία.… … Dictionary of Greek
Άλστεντ, Γιόχαν Χάινριχ — (Johann Heinrich Alsted, Βάλετσμπαχ του Νάσαου 1588 – Άλμπα Γιούλια 1638). Θεολόγος και συγγραφέας. Ο Ά., που ήταν προτεστάντης, διετέλεσε καθηγητής της φιλοσοφίας στην Ακαδημία του Χέρμπουρν (1610) και της θεολογίας στην Άλμπα Γιούλια (1629). Η… … Dictionary of Greek
Γκόγια ι Λουθιέντες, Φρανθίσκο — (Francisco Goya y Lucientes, Φουεντετόδος, Αραγονία 1746 – Μπορντό 1828).Ισπανός ζωγράφος και χαράκτης. Τέταρτο παιδί του επιχρυσωτή Χοσέ και της Γκραθία Λουθιέντες, φοίτησε στο Κολέγιο του Τάγματος των Ευαγών Σχολών στη Σαραγόσα, όπου αργότερα… … Dictionary of Greek